- διάζωση
- [-ις (-εως)] η опоясывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάζωση — η (Α διάζωσις, εως) [διαζωννύω] περίζωση … Dictionary of Greek
διαζώσῃ — διαζώσηι , διάζωσις cincture fem dat sg (epic) διαζάω live through pres part act fem dat sg (attic epic ionic) διαζάω live through pres part act fem dat sg (attic epic ionic) διαζώννυμι gird round aor subj mid 2nd sg διαζώννυμι gird round aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)